Κατηγορίες
Uncategorized

Εργασία,ανάγκες,Τάξη και φύλο. Η εργασία ως μη-κεντρική κατηγορία.(Α)

Το παρακάτω κείμενο είναι μέρος της μπροσσούρας ” Σχετικά με τη (φερέλπιδα) συλλογικότητα TRiSTERO και την (απελπισμένη) διάλυσή της.”
https://terminal119archive.files.wordpress.com/2012/03/brossure_tristero.pdf
Παραθέτω αυτούσιες τις σελίδες 33-37 σχετικά με την εργασία,τις ανάγκες,τη Τάξη και το φύλο και το πως αντιμετωπίζονταν στα πλαίσια της συλλογικότητας καθώς θεωρώ πως συμπυκνώνουν εύληπτα και ικανοποιητικά τη προσέγγιση που αρνείται να θέσει την εργασία ως κεντρική και ανώτερη των υπολοίπων ζητημάτων.Αποτελείται απο 2 μέρη.
2β. «Αντικειμενισμός – Ιστορία – Επανάσταση – Αγώνας»
“για την κεντρικότητα της εργασίας και των αναγκών”
«Ο ταξικός αγώνας δεν αρχίζει ούτε σταματάει στο σημείο της παραγωγής. Μπορεί να εμ-
φανιστεί μέσα από τη φτώχεια των ανέργων και των ανίκανων για εργασία , πολλοί από
τους οποίους δεν έχουν δουλέψει ούτε για μια μέρα στη βιομηχανία.μπορεί να εμφανιστεί
μέσα από μια νέα αίσθηση δυνατότητας που σιγά-σιγά διαποτίζει την κοινωνία – από την
ένταση μεταξύ «αυτού που υπάρχει» και «αυτού που θα μπορούσε να υπάρξει» – που διεισ-δύει μέσα σε όλες ουσιαστικά τις παραδοσιακές τάξεις»( 73, Bookchin, Άκου Μαρξιστή!)
Ως θεμέλιο και συνισταμένη όλων των επιμέρους συζητήσεων που κάναμε στη συλλογικότητα συναντούσαμε παντού δύο ακλόνητες και συμπαγείς αποφάν-σεις: η μία έλεγε ότι «Οι ανάγκες (δηλαδή ένα κοινωνικό στοιχείο) είναι αυτές που έχουν σημασία για τους προλετάριους και τον αγώνα τους και όχι η συνείδηση, καθώς η ενοποίηση πάνω στο πολιτικό πρόταγμα (συνείδηση – πολιτικό στοιχείο) αποτελεί διαμεσολάβηση (και άρα μυστικοποίηση) της κοινωνικής σχέσης κεφαλαίου-εργασί-
ας, η οποία ακριβώς πρέπει να χτυπηθεί στο ότι καταδικάζει τους προλετάριους στο λεγόμενο βασίλειο της ανάγκης» και η άλλη έλεγε ότι «η εργασία, όντας κεντρική σχέση μέσα στον καπιταλισμό, ήταν, είναι και θα είναι αυτή που καθορίζει τις επι-μέρους κοινωνικές σχέσεις όπως πχ τη σχέση-φύλο ή τη σχέση-φυλή». Αυτές οι δύο προϋποθέσεις που τίθονταν από κομμάτι της συνέλευσης ως θεμελιώδεις και ίσως μοναδικές συνιστώσες της «ταξικής ανάλυσης» μας δημιουργούσαν όμως μια σειρά
από άλλα προβλήματα, θεωρητικά και μη, που για μας ήταν εξίσου θεμελιώδη.
Να αναφέρουμε κάποια από τα σημαντικότερα… Αυτή η ταξική ανάλυση για μας δήλωνε μια π
ροφανή έλλειψη ενδιαφέροντος για μια θεωρία του υποκειμένου,θεωρία βέβαια που δεν μπορείς να πεις απλά ότι δεν σε ενδιαφέρει να τη διατυπώσεις.Αυτή έχει άμεση σχέση και με το πώς αντιλαμβάνεσαι την αντικειμενικότητα. Γιαπαράδειγμα, στο ερώτημα γιατί η εργασία είναι κεντρική δίνονταν διάφορες απα-ντήσεις. Αυτές οι απαντήσεις βασίζονταν σε εκτιμήσεις ότι πχ ο αγώνας είναι πιο πρόσφορο να συλλογικοποιηθεί από τη βάση του ζητήματος κεφαλαίου-εργασίας σε όλα τα άλλα ζητήματα. Αντίθετα σε έναν αγώνα γύρω από το φύλο πχ αγώνας ενάντια στην απαγόρευση των αμβλώσεων, οι αγωνιζόμενοι – λέει – διαχωρίζονται εξαρχής με βάση το φύλο τους και δεν υπάρχει περιθώριο από κει και πέρα να συλ- λογικοποιήσουν τις αρνήσεις τους και ενάντι α στο κεφάλαιο, σε όλες τις πλευρές της
ταξικής κυριαρχίας. Άλλο συναφές επιχείρημα ήταν ότι ο καπιταλισμός μπορούσε να χειριστεί τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις όπως ήθελε (πχ να βάλει γυναίκες στο στρατό, να κάνει τις γυναίκες managers κτλ), δηλ. να εφαρμόσει ένα είδος ισότητας των φύλων, όμως δεν μπορεί να καταργήσει ποτέ τον πυρήνα της σχέσης της εργα- σίας-κεφαλαίου, πχ τη σχέση εργάτη-αφεντικού, την ανταλλακτική αξία και την κυκλοφορία του χρήματος. Οπότε δεν τον ενδιαφέρει να αφήσει άθικτες τις δομές που
συσπειρώνονται γύρω και ενάντια από τη σχέση-φύλο όσο τον ενδιαφέρει να αφήσει άθικτες αυτές τις δομές που συσπειρώνονται γύρω από την εργασία. Η εργασία είναι αυτό που άλλαξε θεμελιωδώς όταν η  Ιστορία πέρασε από τη φάση της φεουδαρχίας. Με τα πολλά… το συμπέρασμα είναι ότι η εργασία είναι η κεντρική κοινωνική σχέση στον καπιταλισμό, άρα και οι αγώνες ενάντια σε αυτήν καθαυτή οι πιο σημαντικοί αγώνες. Όλες οι άλλες κοινωνικές σχέσεις απλά ρυθμίζονταν σε σχέση και με άξονα
την εργασία. Άρα και όλοι οι άλλοι αγώνες ρυθμίζονταν σε σχέση και με άξονα τα εργατικά και αντι-εργατικά αιτήματα. Ένας αγώνας ενάντια στην εργασία θεωρού- ταν καθαυτός ένα «αντι-πολιτικό» πρόταγμα καθώς υπήρχε η αντίληψη ότι ο αγώνας αυτός άρρητα έθιγε ούτως ή άλλως τον ίδιο τον πυρήνα της σχέσης εργασίας-κεφα- λαίου, την ανταλλακτική αξία και την ταξική εκμετάλλευση. Έτσι, προέκυπτε ότι οι αγώνες για το φύλο είχαν μια πιο μερική σκοπιά ενώ οι αγώνες για την εργασία μια
πιο συνολική, ή τουλάχιστον μια που θα μπορούσε να είναι πιο εύκολα συνολική. Αυ- τές οι εκτιμήσεις ήταν σίγουρα πολύ ενδιαφέρουσες, στο μέτρο που δεν ισοπέδωναν την πραγματικότητα.
Ήταν, δε, κοινό μυστικό η αντίληψη ότι «εμείς», που αφενός είχαμε εμπιστοσύνη τόσο στη συνείδηση όσο και στις ανάγκες και που αφετέρου δεν δίναμε καμιά προτεραιότητα τόσο στον αγώνα ενάντι
α στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας όσο και στις υπόλοιπες κυριαρχικές σχέσεις και στους υπόλοιπους αγώνες, ρέπουμε προς το να θέτουμε ως πρόταγμά μας την ισότητα όλων (;) ενώ η “ταξική ανάλυση”, αντί της ισότητας, θέτει ως βάση του την κοινότητα. Μια κοινότητα ζωής-ελευθερίας που ξε- κινά, όμως, συσπειρωμένη από την κοινότητα των αναγκών. Αρκετά. Είναι γνωστό ότι η πρόσθεση λέξεων δεν φτιάχνει θεωρία. Και αυτού του είδους η θεωρία καταστρέφει ότι απέμεινε από τη ζωή στη Δύση. Γινόταν πολύς λόγος για κοινότητες αναγκών και εμφανιζόταν μια αποθέωση του βιώματος.
Ποιου βιώματος όμως; Και ποιων αναγκών; Του βιώματος της σεξουαλικής καταπίεσης μήπως; Της ανάγκης να καταστραφούν οι εσωτερικευμένες δομές ρατσισμού μήπως; Όχι, βέβαια. Η κοινότητα αναγκών και βιωμάτων γρήγορα καταλάβαινες ότι αφορούσε μόνο ένα βίωμα – την εργασία – και μόνο μια ανάγκη – να εξαρτάσαι από αυτήν την εργασία και να θες να την καταστρέψεις. Αυτή ήταν και η αντανάκλαση αυτής της ψευδούς αντικειμενικότητας πάνω στα όσα δεν λέγονταν αλλά αφηνόταν
να υπονοηθούν για το υποκείμενο. Λεγόταν ότι η εργασία είναι το κοινό βίωμα για- τί όλοι και όλες εργαζόμαστε. Ενώ όλοι και όλες δεν «έχουμε» φύλο; Ενώ όλοι και όλες δεν «ανήκουμε» σε κάποια φυλή; Οι προλετάριοι, καθημερινά, αποδεικνύεται ότι έχουν πατρίδα και τη χαίρονται. Πάνε και βαράνε άλλους προλετάριους, για του λόγου το αληθές, επειδή η μία εθνική ομάδα ποδοσφαίρου κέρδισε την άλλη. Οπότε,τι συνέβαινε πραγματικά σε ένα κομμάτι της συνέλευσης και δεν έβλεπε αυτά τα προ-φανή πράγματα;Αυτό το περίφημο κοινό βίωμα που διατυμπανιζόταν στη συνέλευσή μας ήταν ξεκάθαρα ένα συγκεκριμένο βίωμα κάποιων ατόμων και όχι όλων. Δυστυχώς,
με το να κάνουμε κατασκευές με λόγια κατά βάση θεωρητικά δεν γινόταν αυτό το βίωμα να αναχθεί σε όλους. Μάλιστα, μερικές φορές, τα λόγια γίνονταν τόσο «συνταρακτικά»… Αντί του όλοι και όλες εργαζόμαστε, μερικές φορές λεγόταν «όλοι και όλες πουλιόμαστε» και άλλες χειρότερες φορές «όλοι και όλες εκπορνευόμαστε για το κεφάλαιο», ανεξαρτήτως φύλου και φυλής…
Είπαμε προηγουμένως ότι η κοινή λογική δεν είναι ριζοσπαστική. Μήπως εδώ θα παραήταν χρήσιμη όμως; Για να δούμε… Το θύμα trafficking από την Ουκρανία έχει χειρότερη «δουλειά» στην Ελλάδα από τον έλληνα υπάλληλο με 2,000 ευρώ στην τσέπη το μήνα; Χμμμ…για να δούμε, είναι μια δύσκολη ερώτηση. Η μία ξυλοκοπείται, βιάζεται, φυλακίζεται σε διαμερίσματα 24 ώρες το 24ωρο, δεν ζει καθημερινά και ο άλλος σχολάει και παίρνει από το περίπτερο το αγαπημένο του περιοδικό για
τη Yoga. Όντως, «όλοι και όλες εκπορνευόμαστε». Αυτό μόνο ως Ύβρις θα μπορού-σε να χαρακτηριστεί. Όχι μόνο ισοπεδώνεις το βίωμα του άλλου που υφίσταται μια επιπλέον καταπίεση από σένα αλλά και του κλέβεις τα λόγια για να μιλήσει για το δικό του βίωμα. Η λέξη «πορνεία» σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο για να μπορεί να εμφανιστεί και σε τελείως διαφορετικά συμφραζόμενα. Άσε που στο προηγούμενο παράδειγμά μας το trafficking δεν είναι καν πορνεία. Δεν είναι καν δουλειά. Δεν μοιάζει να είναι καν καπιταλισμός. Μισθοί, απεργίες, διεκδικήσεις, λούφα, ασφάλιση κτλ δεν έχουν δουλειά εκεί πέρα. Όμως, αν δεν είναι δουλειά το trafficking, που θα κατατάξουμε τις δεκάδες χιλιάδες σκλάβες πο
υ βίαια φέρνουν στην Ελλάδα οι διάφο ροι ελληναράδες και μη, προλετάριοι και μη; Και, μήπως η «απλή» πορνεία μας φαί- νεται πιο light, οπότε – άντε – να την πούμε «δουλειά» και να τη συγκρίνουμε με τις υπόλοιπες; Και, μήπως, από την άλλη, να ονομάσουμε τους πελάτες των πορνείων ως
«απλά θύματα του καταναλωτισμού, μπλεγμένα στη σφαίρα διανομής του μοχθηρού κεφαλαίου που πουλάει βιασμούς για σεξουαλικότητα»; Είναι σαφές και σωστό ότι «Σε Ελλάδα, Τουρκία, Αλβανία/ο εχθρός είναι (και) στις τράπεζες και τα υπουργεία» (και όχι μόνο εκεί βέβαια, μιας και ο καπιταλι-
σμός κακός συνήθως ταυτίζεται μονάχα με τους θεσμούς της σφαίρας κυκλοφορίας του κεφαλαίου). Αυτό δε σημαίνει όμως από την άλλη ότι δεν πρέπει να μιλήσεις για τις διαφορές βιωμάτων και αναγκών που έχει ο κάθε προλετάριος – πείτε τον/την όπως θέλετε τέλος πάντων. Χωρίς να τονιστούν αυτές οι διαφορές και να λυθούν εντός των κινημάτων δεν προχωράει τίποτα. Με αυτή την έννοια μόνο, θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε την έννοια της «κοινότητας των αναγκών», αν διευρύναμε
αυτή την έννοια τονίζοντας τις διαφορές ακριβώς των βιωμάτων και των αναγκών.Οι διαφορετικές υποκειμενικότητες πρέπει να αναγνωριστούν ως τέτοιες και, παράλ- ληλα, να έρθουν σε επαφή ως τέτοιες για να μπορέσουν να συνθέσουν πάνω σε μία ευρύτερη ταυτότητα-σχέση που θα προτάξουν. Και, βέβαια, και εδώ ισχύει ότι δεν έχει μεγάλη σημασία απλά να αναγνωρίσεις
με τα λόγια μια «διαφορετικότητα αναγκών» αλλά αυτό το γεγονός να περάσει άμεσα και στη θέσμιση.
Κλασικό παράδειγμα, η διαμάχη λευκών και μαύρων γυναικών στις ΗΠΑ
 φεμινίστριες αυτό-αποκαλούνταν) για το θέμα της άμβλωσης. Το σύνθημα των λευκών αρχικά ήταν να αρθεί η απαγόρευση των αμβλώσεων. Το πρόβλημα με τις μαύρες ήταν ότι τις είχαν υποστεί τις αμβλώσεις με το ζόρι μέσω ιατρικών επεμβά- σεων-πειραμάτων. Αν δεν είχε γίνει αυτός ο διάλογος μεταξύ λευκών και μαύρων φεμινιστριών, το σύνθημα «ελεύθερη αυτό-διάθεση του σώματος» δεν θα είχε έρθει ποτέ στην επιφάνεια. Κάποιοι, βέβαια, και τότε έκαναν την ανάλυση ότι όλες, λευκές και μαύρες, «είστε το ίδιο» γιατί ο καπιταλισμός είναι αυτός που καθορίζει την πολιτική των αμβλώσεων και για τις μεν και για τις δε. Αυτό προφανώς δεν είναι λάθος αλλά ούτε και η μόνη αλήθεια. Οι φεμινίστριες του 70’ άλλωστε δεν παρέβλεπαν ότι ο καπιταλισμός παίζει κάποιο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Το ζήτημα ήταν ότι έκαναν τις πρώτες προσπάθειες να αρθρωθεί ένας πολιτικός λόγος για το σώμα, θέμα που απασχόλησε έπειτα το κίνημα για χρόνια ολόκληρα, θέμα εξάλλου που τις ίδιες αυτές
τις γυναίκες τις έθεσε αργότερα στην τροχιά του συνολικότερου αγώνα ενάντια στην Κυριαρχία.
«Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ μια μαρξική θεώρηση της οικογένειας, του φεμινισμού ή
της οικολογίας γιατί ο Marx αρνείται την ύπαρξη των προβλημάτων που θέτουν ή, ακόμη
χειρότερα, τα μετατρέπει σε οικονομικά. Έτσι, απόπειρες δημιουργίας ενός μαρξικού φεμινι-
σμού τείνουν να εκφυλίζονται σε «μισθό για τις νοικοκυρές», μιας μαρξικής ψυχολογίας σε
μια μαρκουζιανή ανάγνωση του Freud και μιας μαρξικής οικολογίας στο “η ρύπανση είναι
επικερδής”»(23, Bookchin, Ο Μαρξισμός σαν Αστική Κοινωνιολογία)
Το να ανάγεις την εργασία, λοιπόν, ως κεντρική κοινωνική σχέση στον καπιταλισμό αλλά και τις ανάγκες ως αυτό που έχει προτεραιότητα είδαμε ότι μπορεί να προκαλέσει διάφορες διαστρεβλώσεις για να χωρέσει αυτό το μοτό στην «αντικειμενική πραγματικότητα». Εξάλλου, ποια εργασία; Προφανώς, την αφηρημένη εργασία (για την οποία θα συζητήσουμε στην κριτική της αξίας παρακάτω). Αλλά και ποιες ανάγκες; Ποιες είναι οι ανάγκες του ανθρώπου; Είναι το φαγητό, η αξιοπρέπεια, η
επιβίωση; Όλα αυτά και τίποτε από αυτά; Όπως σωστά έχει δείξει ο Καστοριάδης (ΦΘΚ), δεν υπάρχουν οικουμενικές ανθρώπινες ανάγκες. Ακόμα και στο θέμα του φαγητού κανείς δεν τρώει απλά 2,000 ή 1,000 θερμίδες ως ανάγκη. Τρώει όμως κρέ- ας και άλλος δεν τρώει κρέας γιατί είναι ve
getarian. Τρώει μοσχάρι και ο άλλος δεν τρώει μοσχάρι γιατί το θεωρεί ιερό ζώο κοκ. Οι σημασίες είναι, λοιπόν, αυτές που κα- θορίζουν τις ανάγκες πχ για το αν κάποιος θα θέλει να έχει δύο αυτοκίνητα ή κάποιος θα θέλει να μην έχει τηλεόραση στο σπίτι. Οι ανθρώπινες σημασίες έχουν αξία πολύ
ευρύτερη, δε, από τις ανθρώπινες εν ζωή ανάγκες από την άποψη ότι τις ξεπερνούν. Οι παλαιστίνιοι που ανατινάσσονται στο Ισραήλ είναι σαφές ότι μέσω της σημασιο- δότησης που έχουν εσωτερικεύσει κοινωνικά, δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή τη δική τους ούτε και αυτών που θα σκοτώσουν. Οι δικές τους σημασίες έχουν να κάνουν με τη ζωή που τους/ τις υπόσχονται μετά…την επίγεια ζωή ή και με τη ζωή που δε ζουν (για διάφορους λόγους) στη Λωρίδα της Γάζας. Οι σημασίες αυτές, ωστόσο, κατασκευάζονται από τους ίδιους τους ανθρώπους. Αυτή είναι η διαφορά και μιας κοινωνικο-ιστορικής ανάλυσης από μια υποτ ίθεται διαλεκτική εποπτεία της Ιστορίας
που επικαλείται αντικειμενική θεμελίωση. Η μία χρεώνει την Ιστορία στους ανθρώ-
πους (αυτοθέσμιση) και όχι στο υποκείμενο ή το αντικείμενο και η άλλη χρεώνει την Ιστορία στο Αντικείμενο που έχει μια υποκειμενικοποιημένη μορφή, τις ανθρώπινες
ανάγκες που τελικά είναι τα ταξικά συμφέροντα. Μπορεί να μη γίνεται συζήτηση για έναν Λόγο που την κίνηση του εκφράζει μέσα στην Ιστορία ο Λαός (Hegel), αλλά η χεγκελιανή «πανουργία του Λόγου» εκ-
φράζεται με ένα διαφορετικό τρόπο. Την ιστορία κινούν τα συλλογικά συμφέροντα ανεξάρτητα της επιμέρους βούλησης των υποκειμένων ( «Δεν έχει σημασία τι θέλει ο α’ ή ο β’ προλετάριος…»Marx)
Τα συλλογικά συμφέροντα εκφράζονται μέσα από την ιστορική κίνηση των δύο κυρίαρχων τάξεων, του προλεταριάτου και της αστικής τάξης. Γι αυτό, όταν και στη μικρή μας συνέλευση καταθέταμε ενστάσεις για το πόσο ορθές είναι αυτές οι εκτιμήσεις για την κεντρικότητα της εργασίας, η απάντηση συχνά
ήταν ότι «την εργασία δεν την θέλουμε εμείς να είναι κεντρική αλλά ο καπιταλισμός».
Το τι «ήθελε» ο καπιταλισμός, αυτό το υπερ-υποκείμενο που έδειχνε ότι υπήρχε μια έλλειψη μιας θεωρίας του υποκειμένου «επί της γης», ανήγαγε την αντικειμενική θε- μελίωση της ταξικής ανάλυσης εκεί ψηλά, στις «άγνωστες βουλές του Κυρίου». Κάθε συζήτηση από κει και πέρα έπρεπε να περάσει σε μεταφυσικό επίπεδο. Αν ο Hegel λέει ότι «Αυτά όμως που κάνουν οι άνθρωποι δεν είναι αυτά που αυτοί
θέλουν αλλά αυτά που θέλει ο Λόγος: οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι ο Λόγος τους χρησιμοποιεί σαν όργανα για την πραγματοποίηση των δικών του σκοπών» , ο Ένγκελς συνέχισε για να πει ότι
«τα αληθινά κίνητρα της πράξης του (ανθρώπου), του μένουν άγνω-στα». Σύμφωνα με αυτή τη μεταφυσική οντολογία αρχίζουν οι πρώτοι κραδασμοί του υποκειμένου που ιστορικά φέρει το ρόλο του να κάνει την επανάσταση: «οι ίδιες οι προθέσεις κι αυτή η ίδια η εσωτερική ζωή των ανθρώπων εξαφανίζονται και ταυτίζονται με την εξωτερική τους εκδήλωση: την πράξη. Μέσα σε αυτό τον κόσμο της «εξαπατημένης συνείδησης» όπου άλλα θέλει, άλλα κάνει και άλλα νομίζει ότι κάνει, ο άνθρωπος υφίσταται ένα διχασμό της συνείδησης» (174, Παπαϊωάννου, Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού).
Ποιος είναι, λοιπόν, ο κύριος Καπιταλισμός και ποια τα ταξικά συμφέροντα;
Ο καπιταλισμός, αν ειδωθεί ως ένα σύστημα που κυρίως άλλαξε τη σχέση εργασίας και επέβαλε την ανταλλακτική αξία και τα εργοστάσια, σημαίνει ότι δεν ξέρουμε να διαβάζουμε Ιστορία αλλά μόνο μια πολύ μερική πλευρά της, την ιστορία της πολιτικής οικονομίας. Αν ειδωθεί ως ένα σύστημα το οποίο αντιμάχονται οι εργατικές/ εργαζόμενες «μάζες», πάλι διαβάζουμε μια πολύ μερική ιστορία, αυτή των εργατικών κινημάτων που ένα σημαντικό κομμάτι τους έτυχε να σχηματίσει και τα πρώτα μερικά αλλά και αντιδραστικά κινήματα – παρόλο δηλαδή που εναντιώθηκαν καταρχήν με ριζοσπαστισμό στην εργασία, κατρακύλησαν έπειτα προς τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ζωής, ή καλύτερα καταστροφής της ζωής, που δεν ήρθε μόνο στην οικονομία αλλά και στη θρησκεία, το θεσμικό δίκαιο, την εκπαίδευση, τα φύλα και τις φυλές, την ηθική και τις επιστή- μες, την τεχνική και τους στρατούς κτλ. Είναι ένα σύστημα που το έφεραν συνεπώς
οι άνθρωποι και μάλιστα μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού που αποτελούσε η τότε κυρίαρχη αστική τάξη. Η μάχη που δόθηκε ήταν σφοδρή σε όλα τα επίπεδα. Και ακό- μη δίνεται. Με τη διαφορά, όμως, ότι σήμερα και το ίδιο το «προλεταριάτο», όπου υπάρχει αυτό, είναι εμποτισμένο από πλήθος καπιταλιστικών αξιών και αλλοτριωμέ- νο για τα καλά. «Στο εργοστάσιο» , σωστά παρατήρησε ο Bookchin, «η καπιταλιστική παραγωγή δεν ανανεώνει μόνο τις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού με κάθε εργάσιμη μέρα, όπως παρατήρησε ο Marx, ανανεώνει επίσης την ψ υ χ ή, τις αξίες και την ιδεολογία του καπιταλισμού» (19, Άκου Μαρξιστή!).
Στην αυγή του καπιταλισμού αυτό που άλλαζε, όπως είπαμε, και ήταν σημα- ντικό πέρα από την εργασιακή συνθήκη ήταν το τελειωτικό χτύπημα στη θρησκεία, ο τερματισμός της αγροτικής ζωής και των αντίστοιχων συνηθειών της και χιλιάδες ακόμη παράγοντες τους οποίους από κει και πέρα ο Marx και επακόλουθα οι μαρξιστές απλώς ανάγουν στην εργασία. Αντί όλα αυτά να ειδωθούν στην ιστορική τους κίνηση, η εργασία φαίνεται να μπαίνει μπροστά και να παρασύρει όλα τα υπόλοιπα. Η οικονομία και ο εργατισμός θριαμβεύουν. «Δεν είναι τυχαίο που ο Marx ακολουθεί τα ίχνη της αστικής πραγματικότητας απογυμνώνοντας το προλεταριάτο από τις κοινωνικές και προσωπικές μορφές χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να αναπτύξει τη δημόσια ύπαρξή του σαν τμήμα μιας οικουμενικής ανθρωπότητας. […] Το ότι ο Marx αντιλαμβάνεται το προ-λεταριάτο σαν μια κατηγορία της πολιτικής οικονομίας – σαν «κάτοχο» της εργατικής δύ- ναμης, αντικείμενο εκμετάλλευσης της αστικής τάξης και δημιούργημα του εργοστασιακού συστήματος – αντανακλά και ιδεολογικοποιεί τη μονόπλευρη κατάστασή του στον καπιταλισμό σαν «παραγωγική» και όχι επαναστατική δύναμη»
(57, Bookchin, Ο Μαρξισμός σαν Αστική Κοινωνιολογία).Γι’ αυτό, λοιπόν, και αν αποδομήσουμε την κεντρικότητα της εργασίας καιτων αναγκών η ταξική πάλη αποκτά ένα διαφορετικό νόημα: «δεν μπορεί παρά να είναι η ριζική άρνηση του εγκλεισμού στην ταξική οντότητα και συνείδηση. Για το προλεταριάτο, αυτό σημαίνει να αρνηθεί την αστική τάξη αφού αυτή του αποδίδει ταξικό στάτους. Δεν σημαίνει να αρνηθεί τον εαυτό του ως στερημένο μέσων παραγωγής (όπως προβλέπει δυστυχώς ο μαρξιστικός «αντικειμενικός» ορισμός της τάξης), σημαίνει να αρνηθεί τον εαυτό του ως καταχωρισμένο στην παραγωγή και στην πολιτική οικονομία».(146,Baudrillard, Ο Καθρέφτης της Παραγωγής).Μέσα από τη συζήτηση για την κεντρικότητα ή μη της εργασίας μέσα στον καπιταλισμό τέθηκε μια σειρά παραδειγμάτων υπό διαπραγμάτευση, παραδειγμάτων που εξετάζονταν από «βιωματική-υποκειμενική ή αντικειμενική-θεωρητική σκοπιά». Σε σχέση με αυτή την τελευταία, συχνά γινόταν αντικείμενο αντιπαραβολής το ζήτημα του φύλου με το ζήτημα της εργασίας, κατ’ επέκταση το εργατικό με το γυναικείο κίνημα. Η φράση «Η σχέση εργασίας-κεφαλαίου καθορίζει τις άλλες κοινωνικές σχέσεις μέσα στον καπιταλισμό» είχε ως απαραίτητο συμπλήρωμά της το «το ζήτημα τουφύλου, ωστόσο, έχει τη δική του σχετική αυτονομία». Τα όρια της συζήτησης ήταν ουσιαστικά τα όρια ανίχνευσης αυτής της «σχετικής αυτονομίας», που όπως καταλάβαμε αργότερα γινόταν όλο και πιο πολύ «κενό γράμμα».
Σε αυτή τη συζήτηση, βέβαια, να σημειώσουμε, παρενθετικά και προκαταβολικά, ότι οι έννοιες «άνδρας» και «γυναίκα» {ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1} αναφέρονταν από εμάς με την έννοια των κοινωνικών ρόλων και, φυσικά, αυτή τη λογική ακολουθούμε και στα παρακάτω κεφάλαια. Ας δούμε, όμως, πως κινείται η συζήτηση στη συλλογικότητα απο εδώ και πέρα.
(Η μπροσσούρα συνεχίζεται σε νέο άρθρο παραπάνω.)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *